Ο προληπτικός οφθαλμολογικός έλεγχος στα παιδιά είναι πολύ σημαντικός για την έγκαιρη ανίχνευση διαθλαστικών ανωμαλιών ή στραβισμού, ώστε να υπάρχει χρόνος για την πλήρη διόρθωσή τους.
Συστήνεται τα παιδιά να ελέγχονται προληπτικά σε ηλικία περίπου 4 ετών, εάν δεν υπάρχει κανένα σύμπτωμα που να ανησυχεί τους γονείς, σε αντίθετη περίπτωση σε οποιαδήποτε ηλικία τα παιδιά μπορούν να εξετασθούν από εξειδικευμένο οφθαλμίατρο.
Ο οφθαλμολογικός έλεγχος συστήνεται να γίνεται στις ακόλουθες ηλικίες:
Αμέσως μετά την γέννηση (συνήθως γίνεται από τον παιδίατρο)
- Σε ηλικία 6 - 12 μηνών
- Σε ηλικία 3 - 3½ ετών
- Σε ηλικία 5 ετών
Με την έναρξη της σχολικής ηλικίας μία φορά ετησίως.
Στένωση ρινοδακρυικού πόρου
Η συγγενής στένωση ρινοδακρυικού πόρου απαντάται συχνά στα παιδιά μετά τη γέννησή τους ή μπορεί να εμφανιστεί τους πρώτους μήνες της ζωής. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι ο αυλός του πόρου στενεύει λόγω κάποιων μαλακών διαφραγμάτων που περιορίζουν το εύρος του και έτσι η παροχέτευση των δακρύων δεν γίνεται σωστά.
Παρουσιάζεται ως ένα συνεχές δάκρυσμα συνήθως στο ένα μάτι του μωρού ή και κάποιες φορές και στα δύο με διαφορετική όμως ένταση. Συνήθως το δάκρυσμα επιδεινώνεται με το κλάμα ή το γέλιο και πολύ συχνά συνοδεύεται με εκκρίσεις δίνοντας την εντύπωση μιας επιπεφυκίτιδας που όμως δεν υποχωρεί με αντιβιοτικά κολλύρια.
Στις περισσότερες περιπτώσεις η κατάσταση διορθώνεται με την εφαρμογή ειδικών μαλάξεων στην περιοχή του δακρυικού πόρου, που λόγω της πίεσης η οποία ασκείται στην περιοχή, κάποια μαλακά διαφράγματα, που υπάρχουν στο εσωτερικό του δακρυικού πόρου, σπάνε και ο πόρος ελευθερώνεται και μετά λειτουργεί κανονικά. Τον τρόπο που γίνονται οι μαλάξεις τον δείχνει στους γονείς ο οφθαλμίατρος κι εκείνοι μπορούν να το επαναλαμβάνουν εύκολα στο σπίτι με οδηγίες όσον αφορά στη διάρκεια και στη συχνότητα των επαναλήψεων.
Στις περιπτώσεις όπου τα μέτρα αυτά δεν αποδώσουν, ακολουθεί μια μικροεπέμβαση στον ρινοδακρυικό πόρο που τον ελευθερώνει. Η επέμβαση αυτή είναι πολύ μικρής διάρκειας (10 λεπτά) και γίνεται όταν το βρέφος είναι 12-18 μηνών με γενική αναισθησία. Είναι σημαντικό η διόρθωση να γίνει έγκαιρα ώστε να μην οστεοποιηθούν τα τοιχώματα του δακρυικού πόρου κάνοντας έτσι πολύ δύσκολη οποιαδήποτε παρέμβαση.
ΔΙΑΘΛΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΩΜΑΛΙΕΣ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
Οι διαθλαστικές ανωμαλίες δηλαδή η υπερμετρωπία ,η μυωπία και ο αστιγματισμός εμφανίζονται συχνά για πρώτη φορά στην παιδική ηλικία.
Εάν αυτές είναι μεγάλου βαθμού μπορεί να γίνουν έγκαιρα αντιληπτές είτε από το ίδιο το παιδί αν είναι σε κάποια ηλικία που μπορεί να παραπονεθεί (πχ ότι δεν βλέπει καλά στον πίνακα), είτε από τους γονείς που μπορεί να παρατηρήσουν σε πιο μικρές ηλικίες κάποιες δυσκολίες στην βάδιση (πχ το παιδί να σκοντάφτει συχνά ή να δυσκολεύεται να βρει τα παιχνίδια του). Εάν όμως οι διαθλαστικές ανωμαλίες είναι μικρές ή αφορούν μόνο το ένα μάτι (ανισομετρωπία), μπορούν εύκολα να ξεφύγουν και να περάσουν χρόνια έως ότου γίνουν αντιληπτές.
Η διόρθωση των διαθλαστικών ανωμαλιών γίνεται με τη χρήση γυαλιών οράσεως από τα παιδιά που πρέπει να είναι άθραυστα και συνήθως πλαστικά (οργανικά) για να είναι ελαφριά και να μην σπάνε εύκολα.
Ο προληπτικός οφθαλμολογικός έλεγχος κατά την προσχολική ηλικία είναι σημαντικός γιατί βοηθά στην έγκαιρη ανίχνευση των διαθλαστικών ανωμαλιών και τη σωστή αντιμετώπισή τους.
ΑΜΒΛΥΩΠΙΑ
Η αμβλυωπία (το λεγόμενο «τεμπέλικο μάτι») είναι μια κατάσταση στην οποία το ένα μάτι ενός παιδιού δεν αναπτύσσει υψηλή οπτική οξύτητα ,αλλά υστερεί σε σχέση με το άλλο.
Η αμβλυωπία συνήθως οφείλεται στην ύπαρξη υψηλής διαθλαστικής ανωμαλίας (ιδιαίτερα υπερμετρωπίας αλλά και μυωπίας ή αστιγματισμού) στο ένα μάτι του παιδιού με ταυτόχρονη απουσία ή πολύ χαμηλού βαθμού διαθλαστικών ανωμαλιών στο άλλο μάτι. Αυτή η μεγάλη διαφορά βαθμών οδηγεί στην άνιση ανάπτυξη των ματιών με αποτέλεσμα το μάτι με τους υψηλούς βαθμούς να δέχεται λιγότερα οπτικά ερεθίσματα και «να μένει πίσω» στην ανάπτυξη του οπτικού συστήματος.
Σε κάποιες περιπτώσεις η αμβλυωπία μπορεί να οφείλεται στην ύπαρξη στραβισμού ή σπανιότερα σε άλλες ασθένειες των ματιών όπως ο συγγενής καταρράκτης.
Η έγκαιρη διάγνωση της αμβλυωπίας είναι μείζονος σημασίας γιατί πρόκειται για μια κατάσταση που μπορεί να διορθωθεί - με ορθοπτικές ασκήσεις συνήθως ή και σε συνδυασμό με χειρουργείο - μέχρι την ηλικία των 7-8 ετών. Μέχρι την ηλικία αυτή το οπτικό σύστημα των παιδιών έχει μια «πλαστικότητα» που μας επιτρέπει παρεμβαίνοντας να αυξήσουμε την οπτική οξύτητα στο αμβλυωπικό μάτι και να αποκατασταθεί η όραση, έτσι ώστε να είναι συμμετρική στα δύο μάτια.
Με την προληπτική οφθαλμολογική εξέταση στα παιδιά εντοπίζονται έγκαιρα τυχόν προβλήματα και αντιμετωπίζονται με επιτυχία ώστε τα παιδιά αυτά να εξελιχθούν σε υγιείς ενήλικους.